- αρμονίστας
- οο μουσικός που παίζει επαγγελματικά αρμόνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. κυρίως της τεχνικής ορολογίας που ανάγεται στη ρίζα *αr- «συνάπτω, συναρμόζω» (πρβλ. αραρίσκω). Για τη δασύτητα της λ. βλ. λ. άρμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.